- τουρκοκρατούμαι
- -έομαι, Ν(για χώρες και λαούς) κατέχομαι από τους Τούρκους, είμαι υπόδουλος στους Τούρκους.[ΕΤΥΜΟΛ. < Τούρκος + κρατούμαι (πρβλ. ξενο-κρατούμαι). Η λ., στη μτχ. τουρκοκρατούμενος, μαρτυρείται από το 1848 στον Γ. Ρουσιάδη].
Dictionary of Greek. 2013.